- περιστολή
- ηπεριορισμός, ελάττωση ποσότητας ή έκτασης: Περιστολή δαπανών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιστολῇ — περιστολή wrapping up fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστολή — wrapping up fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστολή — η, ΝΜΑ [περιστέλλω] νεοελλ. 1. η ελάττωση τής έκτασης ή τής ποσότητας ενός πράγματος, περικοπή, περιορισμός («περιστολή τών δημόσιων δαπανών») 2. συγκράτηση μέσα στα επιτρεπτά όρια τού κώδικα καλής συμπεριφοράς, χαλιναγώγηση, καταστολή (α.… … Dictionary of Greek
περιστολαῖς — περιστολή wrapping up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστολῆς — περιστολή wrapping up fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστολήν — περιστολή wrapping up fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
perístole — (Del gr. peristole.) ► sustantivo femenino FISIOLOGÍA Movimiento de contracción del conducto intestinal. * * * perístole (del gr. «peristolḗ», compresión del vientre) f. Fisiol. Peristaltismo. * * * perístole. (Del gr. περιστολή, compresión del… … Enciclopedia Universal
αντιπλημμυρικός — ή, ό αυτός που αποβλέπει στην πρόληψη ή την περιστολή των πλημμύρων και των συνεπειών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πλημμύρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
καταστολή — η (AM καταστολή) [καταστέλλω] 1. περιορισμός, περιστολή, αναστολή, συγκράτηση, συμμάζεμα 2. μτφ. κατάπνιξη, κατάπαυση, κατασίγαση, καθυπόταξη, καταπράυνση (α. «καταστολή τών παθών» β. «καταστολή τού κινήματος») μσν. ο ενταφιασμός αρχ. 1. περιβολή … Dictionary of Greek
μετριασμός — ο (Α μετριασμός) [μετριάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετριάζω η ελάττωση τής οξύτητας ή τής έντασης, περιστολή, περιορισμός («μετριασμός τής ποινής») νεοελλ. μτφ. ανακούφιση, καταπράυνση, άμβλυνση αρχ. χαριεντισμός, αστειότητα, χωρατό … Dictionary of Greek